- φαινετικός
- -ή, -ό, Νβιολ.1. (σχετικά με σχέσεις μεταξύ οργανισμών ή ομάδων οργανισμών) αυτός που γίνεται αποδεκτός στη βάση γενικών ομοιοτήτων και διαφορών2. φρ. «φαινετική ταξινόμηση» — ταξινόμηση που βασίζεται καθαρά σε ομοιότητες τών φαινοτυπικών χαρακτηριστικών και η οποία δεν ανακλά κατ' ανάγκην σχέσεις εξελικτικής προέλευσης, αλλ. φαινοτυπική ταξινόμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenetic (< φαίνω + κατάλ. -etic].
Dictionary of Greek. 2013.